- αναχαράζω
- -αξα, ξαναμασώ: Οι αγελάδες, αφού φάνε, αναχαράζουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναχαράζω — (AM ἀναχαράσσω) νεοελλ. λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότερα μσν. νεοελλ. (για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μου αρχ. 1. αναξέω, διεγείρω 2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι 3. παράγω, γεννώ … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
αναμηρυκάζω — 1. (για μηρυκαστικά ζώα) αναμασώ την τροφή, αναχαράζω 2. (για τα λόγια) επαναλαμβάνω τα ίδια, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + μηρυκάζω. ΠΑΡ. αναμηρυκασμός, αναμηρυκαστικός] … Dictionary of Greek
επανεμώ — ἐπανεμῶ, έω (Α) 1. κάνω εμετό επανειλημμένα, ξαναξερνώ 2. (για μηρυκαστικά) φέρνω ξανά την τροφή στο στόμα, αναχαράζω («αὖθις δ ἐκ ταύτης [τῆς γαστρὸς] ἐπανεμοῡν κατεργάζεσθαι τῷ στόματι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + εμώ «κάνω εμετό»] … Dictionary of Greek
μαρκιούμαι — αναμασώ, αναχαράζω, μηρυκάζω … Dictionary of Greek
αναμηρυκάζω — ασα 1. ξαναμασώ, αναχαράζω: Τα βόδια αναμηρυκάζουν την τροφή τους. 2. επαναλαμβάνω τα ειπωμένα: Αναμηρυκάζει όσα είπαν οι προηγούμενοι ομιλητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηρυκάζω — μηρύκασα (για χορτοφάγα ζώα) 1. ξαναμασώ την τροφή που έχω καταπιεί, αναχαράζω. 2. μτφ., επαναλαμβάνω με στερεότυπο τρόπο λόγια δικά μου ή άλλου: Κάθε φορά που συζητάμε μηρυκάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)